- σωληνίσκου
- σωληνίσκοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
μακαρόνι — το 1. συν. στον πληθ. τα μακαρόνια ζυμαρικό σχήματος σωληνίσκου που παρασκευάζεται από σταρένιο αλεύρι, νερό και αλάτι 2. χαρακτηρισμός για επίμηκες πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. macaroni < λατ. *maccare «κόβω». Κατ άλλους, < μακαρία… … Dictionary of Greek
ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ … Dictionary of Greek